Η αμνησία της έμπνευσης

Δημοσιευμένο και στο vivlio.net  



Απόψε θέλω να προσευχηθώ. Ακόμα κι αν ο Θεός δεν υπάρχει, κάπου θα βρίσκεται. Δε γνωρίζω από επικλήσεις, κανένα τάμα δεν έχει συγκεραστεί με τις κλωστές της θλίψης μου, δεν προσμένω σε θαύμα, γιατί απλά δεν το πιστεύω. Κάπου όμως μέσα στην ανάσα του κόσμου, στη θαλπωρή των τοπίων, στο κουράγιο των εξοχών, κάπου, ένας απόμακρος και δυστυχής θα υφαίνει το πρόσωπό του από τη στοργή του Θεού - δεν είμαι εγώ, επειδή εγώ δεν πιστεύω στο θαύμα. Ακόμα κι αν ο Θεός δεν υπάρχει, κάπου βρίσκεται.

Χωρίς το σκάφανδρό μου, εγκαταλελειμμένος από τη δύναμη των πνευμόνων μου, προδομένος από τους εθισμούς μου –που δε λειτουργούν λυτρωτικά και αυτοί, όπως παλιά- η βύθιση μου στην παλίρροια αναγνωσμάτων, κειμένων που ομοιάζουν με επικήδειους, βιβλία που ξαραχνιάζονται από την αφή μου, είναι τα μοναδικά εξαρτήματά μου να διατηρούμαι. Περιφέρω τη δυστυχία μου στις ενυπόγραφες σελίδες άλλων, που υπήρξαν πριν από μένα και ήταν και οι ίδιοι σαν εμένα, αν όχι χειρότερα εύπιστοι στη χίμαιρα της δυνατότητας. Φωνάζω ένα γνωστό όνομα μέσα στα γραπτά τους, αλλά η ηχώ τους πνίγει τη φωνή μου και η φωνή μου πνίγει μετά εμένα. Πάντα έτσι γινόταν, αλλά τότε είχα την ονειροπόληση ότι επιβιώνω. Προδομένος από τους εθισμούς μου –που λειτουργούν λυτρωτικά κι αυτοί, όπως παλιά.

Πού θα τελειώσουν όλα αυτά; Πώς; Το τζάκι καίει ακόμα δύο ξύλα κι εγώ τα παρατηρώ. Είχα την ψευδαίσθηση της ανωτερότητας. Ότι είμαι ανώτερος από αυτά τα δύο ξύλα, που κάποτε ήταν ενιαία μάζα και απλά διαμελίστηκαν για χάρη μου. Παρατηρούσα τη χημική τους σύσταση που άλλαζε. Η τραχύτητα της επιφάνειάς τους γινόταν στάχτη, απαλή, άθυρμα στις διαθέσεις κάθε ανέμου, που ακόμα κι αν δε κινεί, κινείται και δεν ξέρουμε από πού πνέει και που πηγαίνει. Ωστόσο η χρησιμότητά των ξύλων, ακόμα και τις στάχτης, έχει μια πιο ισχυρή προσέγγιση από τη δικιά μου υποτιθέμενη ανωτερότητα. Δε διαφέρουμε σε τίποτα. Μονάχα στη χημική σύσταση διαφέρουμε, λίγο μετά την αποσύνθεση. Ξαφνικά ένιωσα πως κρυώνω. Πότε θα τελειώσουν όλα αυτά; Πώς;

Ήταν η πρώτη επίκληση που έκανα. Ζήτησα από το “μάγο οινόπνευμα” να δράσει. Εκεί που δε μπορεί καμιά εσωτερικότητά μου να με ζεστάνει. Πλέον περιφέρω τη θαλπωρή της θύμησής της από το άκρο της λησμονιάς στο άλλο άκρο της θύμησης. Και τα όρια δεν είναι διακριτά. Η έμπνευση έχει μνήμη. Μια μνήμη τυραννική. Δε φθείρει, δεν αποτελειώνει, μα όταν ξεχνά εκμηδενίζει. Το κελάρι μου είναι σχεδόν άδειο. Η αλκοολική ζύμωση, όλων των άδειων μποτιλιών, συνεχίζει να ωριμάζει στο αίμα μου. Μου απέμεινε μόνο ένα μπουκάλι παλαιωμένο Αρμανιάκ. Δημιουργούσε τη σκληρότητα της γεύσης του χρόνια, σε δρύινα βαρέλια, και το κρατούσα για εξαιρετικές περιπτώσεις. Καμιά περίπτωση δεν ήταν εξαιρετική στη ζωή μου κι αν καμιά φορά υπήρξε, επειδή και η μοίρα κάποτε ξαποσταίνει στη σκιά του ανέγνωρου, δεν είχα την ασφάλεια της ματαιότητας να το αντιληφθώ. Απόψε όμως θ’ ανοίξω το μπουκάλι. Δεν συντρέχει καμιά εξαιρετική περίπτωση, δε θα πιω για κάτι που συμβαίνει τώρα, έχει πολύ καιρό να συμβεί κάτι, αλλά θα το πιω για θυμηθώ, όχι όμως από νοσταλγία. Θα πιω για κάποιους περασμένους θριάμβους, που ποτέ δεν τους κατάλαβα, τη στιγμή που συντελούνταν. Η νοσταλγία άλλωστε θέλει δύναμη να αντιμετωπιστεί κι εγώ είμαι μονάχα η ήρα μέσα σε ένα ψιλοκοσκινισμένο σιτάρι. Και νιώθω πως η έμπνευση έχει μνήμη. Μια μνήμη τυραννική.

Απόψε θέλω να προσευχηθώ. Ακόμα κι αν ο Θεός δεν υπάρχει, κάπου θα βρίσκεται. “Βοηθώντας βέβαια και ο ευσπλαχνικός αλκοολισμός”, ανακάλυψα που είχε καταχωνιαστεί και έβριθε, συνεχώς, από σύμβολα σκονισμένα στους καιρούς. Είναι μέσα μου ένας Θεός, ένας Θεός πεθαμένος, δεν ξέρω κι αν έζησε ποτέ, που με υποτάσσει να ζητώ ένα παντοτινό έλεος από τη σήψη της ύπαρξής του. Είναι ένας Θεός καμωμένος από ανθρώπινα χαρακτηριστικά, που κάποτε ξυπνά από το λήθαργο του θανάτου του και στέλνει τις ορδές ζωντανών βαρβάρων να πολιορκήσουν τα σύνορά μου, αλλά ποτέ να μην τα κατακτούν. Η αναμονή μιας καταστροφής είναι χειρότερη από την ίδια την καταστροφή. Έτσι αρχίζω να αφανίζω μόνος μου, ό,τι με ορίζει. Ο δικός μου Θεός είναι πεθαμένος, ακόμα κι αν δεν έζησε ποτέ, και ιδιαίτερα τυραννικός. Όπως και η μνήμη της έμπνευσης.

Και είναι και εκείνη η ανταύγεια… Μια βραδινή, χειμωνιάτικη προσευχή που θέλω να κάνω. Όχι σε κάποια Θεό. Αλλά μονάχα όταν συλλογίζομαι ή όταν βλέπω, εκείνη την ανταύγεια μέσα από τις στάλες μιας χρυσαφένιας βροχής…

Άκης Παρισιάδης

Σχόλια