Της Φιλιώς Γκρίζου
Περπατούσε στο δρόμο. Όλα ήταν
στολισμένα. Περασμένες οχτώ. Γύριζε
σπίτι μετά από τον απογευματινό καφέ. Δεν είχε κρύο. Ο καιρός ήταν μαλακός,
ωστόσο, με μια απότομη κίνηση τύλιξε το κασκόλ γύρω από το πρόσωπο. Φαινόντουσαν μόνο τα μάτια. Δυο μάτια μαύρα
βαθιά σαν τον πόνο. Δεν ήθελε να πετύχει κανέναν γνωστό στο δρόμο βιαζόταν μόνο
να γυρίσει σπίτι. Εκεί θα μπορούσε να κλάψει όσο ήθελε μέχρι να αλαφρώσει.
Ήξερε, ότι αυτές τις μέρες έπρεπε πάλι να φορέσει τη μάσκα της χαράς, γι αυτό
ήθελε όσο μπορούσε να γυρίσει από απόμερα μέρη. Αυτή η τόση χαρά όλων ήταν
απίστευτα εκνευριστική.
Την επόμενη ξύπνησε για να πάει στη
δουλειά. Από μακριά είδε γνωστά πρόσωπα. Δε θέλησε να χαιρετήσει εξάλλου δεν
είχαν ποτέ τους σχέσεις. Γιατί να μιλήσουν τώρα; Δυστυχώς η συνάντηση δεν
μπόρεσε να αποφευχθεί. Χαιρετήθηκαν. Χαμόγελα, χαρές, ψώνια, ετοιμασίες για το
γιορτινό τραπέζι. Τα κατάφερε, φόρεσε τη μάσκα σωστά και χαιρέτησε όσο καλύτερα
μπορούσε, ενδόμυχα όμως έκλαιγε. Το αίμα
έβραζε, είχε κοκκινίσει. Οι περαστικοί κοιτούσαν με απορία και προσπερνούσαν με
κάποιο δισταγμό. Εκείνη τη στιγμή ήθελε να μπορούσε να ανοίξει τις φλέβες για
να φύγει, να στραγγίσει όλο το αίμα που πίεζε ανυπόφορα. Ήξερε όμως ότι αυτό
ήταν μόνο μια επιθυμία. Τελικά έφτασε στη δουλειά. Παντού χαρούμενα πρόσωπα και
γέλια. Οι ανταγωνισμοί των υπαλλήλων είχαν εξαλειφθεί έστω και για λίγες μέρες.
“Θεέ
μου”, αναλογίστηκε,
“εγώ
φοράω μάσκα, αλλά εκείνων είναι χειρότερη”.
Οι μέρες κύλησαν στους ίδιους
ρυθμούς ώσπου ήρθαν τα Χριστούγεννα. Εκείνη τη μέρα η μοναξιά είναι πάντα
διπλή. Έπρεπε να την αντιμετωπίσει. Θα προσπαθούσε. Το έκανε κάθε χρόνο. Το
μεσημέρι μαζεύτηκε όλο το συγγενολόι. Έβλεπε αγαπημένα πρόσωπα γύρω και
προσπαθούσε να κλέψει κάτι από τη ζεστασιά τους που την είχε τόσο ανάγκη. Καθώς
περνούσε η ώρα έβλεπε πως ένιωθε όλο και καλύτερα. Συνειδητοποιούσε, ότι αυτό
το “καλύτερα” δεν ήταν απλά και μόνο η μάσκα. Η μάσκα είχε γίνει ένα με το
πρόσωπο που σταδιακά γελούσε όλο και περισσότερο. Ένιωθε τη καρδιά να μαλακώνει
και το φόβο της μοναξιάς να απομακρύνεται.
Το βράδυ πριν κοιμηθεί συλλογιζόταν
τη σημερινή μέρα. Σαν κάτι να είχε αλλάξει. Σηκώθηκε και πλησίασε τον καθρέφτη.
Κοιτάχτηκε επίμονα κάμποση ώρα. Έβλεπε την όψη του διαφορετική και το πρόσωπο
του ήρεμο. Τρόμαξε . “όχι
δεν μπορεί να είμαι εγώ”.
Ήταν πρωτόγνωρη αυτή η εικόνα ενός άλλου
προσώπου. Πήγε ξανά στον καθρέφτη, πάλι
η ίδια εικόνα. Άρχισε να ξύνει με μανία το πρόσωπο να βγάλει τη μάσκα. Το
αποτέλεσμα ήταν το ίδιο μόνο που αυτή τη
φορά το πρόσωπο είχε γεμίσει αίματα. Απελπίστηκε. Δεν ήξερε ποιός ήταν. Είχε
χάσει τη σιγουριά του. Τόσα χρόνια νόμιζε πως έπαιζε καλά το ρόλο του και ήταν
ευχαριστημένος, ειδικά κάθε Χριστούγεννα έβαζε τα δυνατά του. Ύστερα όλα επανέρχονταν στη κανονική τους ροή. Αυτή
η ξαφνική αλλαγή τον αποπροσανατόλιζε . Τελικά αποφάσισε να πάει για ύπνο. Τι
σημασία είχε ποιός ήταν;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου