Γραφή πάνω σε μια ταινία
Είναι ένα φιλμ (πρώτη προβολή το
1945) που πραγματικά κάνει οικονομία στη δράση. Άλλωστε το ζητούμενο σε κάθε
μορφή τέχνης είναι να λες όσο το δυνατόν περισσότερα με τα λιγότερα μέσα. Και
πράγματι ο σκηνοθέτης Edgar G. Ulmer τα καταφέρνει θαυμάσια. Είναι μια
όντως νουάρ ταινία με όλα τα χαρακτηριστικά της, που κορυφώνονται με την
εσωτερική αφήγηση και τις αναδρομές στο παρελθόν, και με λιτά μέσα, μεστά,
καταφέρνει και αποδίδει θαυμάσια το νόημά της. Δίχως περιττά στολίδια και
τραβηγμένες υπερβολές, η πλοκή πηγαίνει εκεί που εξ’ αρχής έπρεπε να πάει.
Παρότι υπάρχουν κάποια λάθη που ένας παρατηρητικός θεατής μπορεί να εντοπίσει,
η ταινία καταφέρνει επάξια να έχει μία θέση στα κλασσικά νουάρ φιλμ.
Οι
φήμες που την ακολουθούν
Το 1972 σε συνέντευξη του σκηνοθέτη,
λίγους μήνες πριν πεθάνει, είχε δηλώσει ότι η συγκεκριμένη ταινία γυρίστηκε και
ολοκληρώθηκε μόνο μέσα σε έξι ημέρες. Κυκλοφορούσε ήδη η φήμη ότι ο προϋπολογισμός
της κυμάνθηκε στις 20.000 δολάρια, όταν για παράδειγμα το θρίλερ Confllict της ίδιας χρονιάς με τους Humphrey Bogart και την Alexis Smith στοίχισε 774.000 δολάρια.
Η πρώτη φήμη ήρθε να ανατραπεί το
2004 σε ένα ντοκιμαντέρ, όπου η κόρη του σκηνοθέτη Edgar G. Ulmer, Arianne, ουσιαστικά διέψευσε τον πατέρα της
για το χρόνο περάτωσης της ταινίας. Όπως το ίδιο με την Arriane, διαβεβαίωσε και η και πρωταγωνίστρια
της ταινίας, Ann Savage, αφού οι
σημειώσεις της στο σενάριο αποδείκνυαν την πραγματική χρονική έκταση των
γυρισμάτων.
Όσο για τον προϋπολογισμό ο
ιστορικός του κινηματογράφου Noah Isenberg
καταρρίπτει τη φήμη των
20.000 δολαρίων και έγραψε σ’ ένα από τα βιβλία του ότι το κόστος ανήλθε στα
100.000 δολάρια.
Υπόθεση
και ο χαρακτήρας του Al
Roberts
Ο πιανίστας Al Roberts (Tom Neal) δουλεύει ως μουσικός σ’ ένα club στη Νέα Υόρκη. Η Sue Harvey (Claudia Drake), που εργάζεται στο ίδιο club, ως τραγουδίστρια και είναι η
γυναίκα που θα παντρευτεί ο Al
αποφασίζει μία εβδομάδα
πριν από το γάμο τους να εγκαταλείψει τη Νέα Υόρκη και να αναζητήσει την τύχη της
στο Χόλιγουντ. Παρά τις προσπάθειες του Al να την μεταπείσει εκείνη φεύγει. Ο Al, που δεν έχει πολλά χρήματα ούτε
καν να ταξιδέψει ως την Καλιφόρνια, υπόσχεται στη Sue, ότι θα πάει στο Χόλιγουντ κι εκεί
θα παντρευτούνε.
Ξεκινάει το ταξίδι του από τη Νέα
Υόρκη με ελάχιστα χρήματα, κάνοντας οτοστόπ. Στην Αριζόνα θα συναντήσει τον Charles Haskell, Jr (Edmund MacDonald), έναν μυστηριώδη άνδρα που απλά
ταξιδεύει από το Μαϊάμι ως την Καλιφόρνια για να τζογάρει στον ιππόδρομο. Στη
διαδρομή ο Charles θα
πεθάνει ξαφνικά από καρδιακή προσβολή. Ο Al φοβούμενος ότι ίσως κατηγορηθεί για
το θάνατό του, κρύβει το πτώμα του και παίρνει την ταυτότητά του.
Ενώ έχει φτάσει στην Καλιφόρνια με
το αυτοκίνητο του Charles
μια γυναίκα η Vera
(Ann Savage), φαίνεται ότι γνώριζε τον Charles και ανοιχτά κατηγορεί τον Al και τον παρουσιάζει ως δολοφόνο. Για
να απαλλαγεί από τη Vera,
δέχεται να υπακούσει στις παράλογες απαιτήσεις της. Τα όρια όμως θα ξεπεραστούν
και οι επιπτώσεις μιας μπερδεμένης ήδη ιστορίας θα έχουν περίεργη κατάληξη.
Είναι τραγικό να είσαι πράγματι αθώος,
ενώ όλα γύρω σου δεμένα άρρηκτα είναι εναντίον σου. Μια πλεκτάνη πραγμάτων και
γεγονότων που οδηγούν άδικα να φαίνεσαι ένοχος, όταν σφίξουν γύρω σου πιέζουν
με δύναμη. Τότε το δίκαιο πνίγεται με τη φωνή που δε βγαίνει και λέει: “Αθώος,
αθώος”. Με αυτήν την πλεκτάνη παλεύει και ο Al, με τη δύναμη της μοίρας που δε
μπορεί να ορίσει και απλά τη δέχεται καρτερικά.
Όχι ιδιαίτερα μορφωμένος, αφού κάπου
λέει ότι πολλά απ’ όσα έμαθε δε θα τα μάθαινε και στα καλύτερα κολέγια, έχει
μια αόριστη καλλιτεχνική ευαισθησία που τον πιέζει να βγάλει το δυναμισμό που
όλο και υποβόσκει, αλλά δεν ελευθερώνεται. Η καθαρή απόρριψη της Sue, μόνο μια εβδομάδα πριν από το γάμο
τους και η προτίμησή της στο κυνήγι της καριέρας της από την αγάπη του Al, δεν τον πτοεί και μοιάζει κιόλας
να κατανοεί την επιλογή της. Αφού, παρατάει τη δουλειά του ως πιανίστα, ακόμα
κι αν το περιβάλλον που εργαζόταν δεν τον άφηνε να ξεδιπλώσει όλα τα κομμάτια
του ταλέντο του και άφραγκος περιπλανιέται από την Ανατολή των ΗΠΑ ως τη Δύση
με οτοστόπ. Για μια γυναίκα που πριν από λίγο καιρό ουσιαστικά τον παράτησε.
Λιγομίλητος, μιλάει πάντα ακέραια
και στις ατάκες του αχνοφαίνεται κι ένα πικρό χιούμορ. Περήφανος πάνω απ’ όλα,
γιατί αν και νηστικός αρχικά δε δέχεται να ακολουθήσει τον άγνωστο Haskell στο εστιατόριο, αφού ο ίδιος δεν
είχε χρήματα. Όμως παρά την τόλμη του να ταξιδέψει όλη την ενδοχώρα των ΗΠΑ,
δίχως ούτε τα απλά μέσα, η τύχη τον εγκαταλείπει. Κι εκεί βάζει το μυαλό του
λειτουργεί με ένταση. Ο ξαφνικός θάνατος του Haskell παρουσιάζεται ως ευκαιρία να
καταφέρει το σκοπό του. Να φτάσει πιο γρήγορα στην αγαπημένη του. Αυτό όμως δε
γίνεται αναίμακτα. Αν και δε φαίνεται να λυπάται πολύ για το θάνατο ενός αγνώστου
που τον γνώριζε παρά μόνο λίγες ώρες, ο ίδιος τούτος θάνατος είναι η αρχή της δικής
του πτώσης. Αν και αθώος περιβάλλεται από ένα ένδυμα ενοχής και αρχίζει να
πράττει όπως θα έπραττε αν ήταν δολοφόνος. Εξαφανίζει το πτώμα και οικειοποιείται
την ταυτότητα του νεκρού και αρπάζει και τα χρήματα από το πορτοφόλι του. Όχι
με την έννοια της κλοπής και της οικειοποίησης ξένου πλούτου, αλλά για να
εξαφανίσει κάθε στοιχείο.
Σαν Haskell όμως δε θα παραμείνει πολύ. Η Vera θα έρθει και θα ανατρέψει μια
προσωρινή βολική κατάσταση που πίστευε ότι είχε καταφέρει να φτιάξει. Με στυγνό
εκβιασμό και μια δαμόκλειο σπάθη να αιωρείται συνεχώς πάνω από το κεφάλι του Al, θα υποκύπτει συνεχώς στις παράλογες
απαιτήσεις της. Για το μόνο που ενδιαφέρεται η Vera είναι τα γρήγορα χρήματα. Κι αν
υπάρχει ένα στίγμα συναισθηματισμού μέσα της, αυτός βγαίνει μονάχα όταν πίνει
και εξατμίζεται γρήγορα μαζί με το αλκοόλ. Ωστόσο μοιάζει εύκολο να κατηγορηθεί
η Vera, αν και
αφήνεται να αιωρείται πως το παρελθόν της και όλα όσα έχει περάσει την επέβαλαν
να είναι έτσι.
Από την άλλη η Vera μοιάζει να ενσαρκώνει τη συνείδησή
του. Ήταν σίγουρο πως σε κάποια στιγμή, αργότερα, η συνείδηση του Al θα τον έλεγχε, ακόμα κι αν στην
πραγματικότητα είναι αθώος. Απλά την πρόλαβε η Vera. Έτσι ο Al αφήνει την απελπισία της φωνής του
να κραυγάσει και ξεσπά, προς στην αιτία που τον έφτασε πιο χαμηλά απ’ όσο θα το
άντεχε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου